Posts

Showing posts from 2012

"Ιωάννα"

Κοίταξε την οθόνη του κινητού και χαμογέλασε. "Ιωάννα" μουρμούρισε διαβάζοντας το όνομα που έγραφε με κεφαλαία γράμματα η οθόνη καθώς αναβόσβηνε. "Ιωάννα", ξαναμουρμούρισε. Πόσο καιρό είχε να εμφανιστεί στην οθόνη του κινητού του γυναικείο όνομα! Και πόσο ωραίο όνομα ήταν το "Ιωάννα"! Θυμήθηκε τους ατέλειωτους μήνες μοναξιάς, τότε που αναζητούσε ένα απαλό χάδι, μία μαλακή φωνή, ένα γυναικείο όνομα για να εμφανιστεί στην οθόνη του κινητού του 11 η ώρα το βράδυ... Τόσος καιρός, τόσες κρύες νύχτες, τόσες φορές έπεσε στο κρεβάτι μόνος χωρίς μια γυναικεία φωνή να του πει καληνύχτα. Αλλά όχι τώρα, όχι τώρα, τώρα τον έπαιρνε η Ιωάννα, τώρα δεν θα ήταν ποτέ πια μόνος, ποτέ πια χωρίς χάδι, ποτέ πια χωρίς καληνύχτα. Όχι, δεν θα το άφηνε να συμβεί ποτέ ξανά. Το γεγονός ότι το τηλέφωνο του χτυπούσε ακόμη και ότι αν συνέχιζε να μην το σηκώνει θα έκλεινε , διέκοψε απότομα τη σκέψη του. Κοίταξε την οθόνη του κινητού του αγχωμένος. Ευτυχώς αναβόσβηνε ακόμη. Με μια γ

Ετεροτοπία

Η πορεία προς κάτι ανούσιο νοηματοδοτεί με απουσία νοήματος την ανυπαρξία της ύπαρξης καθώς καλύπτει με τρύπες το κενό ενός άδειου εαυτού. Και αυτό είναι νόμος.

Ρομάντζο του 2012

Με την πρώτη ματιά είχε καταλάβει ότι εκείνη είχε κάτι ξεχωριστό. Από την στιγμή που έστριψε στο δρόμο που περπατούσε, αυτό το περπάτημά της, το πως τίναζε τα πλούσια μαλλιά της πέρα δώθε ανά δύο - τρία βήματα, τον έκανε να μην μπορεί να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της. Με τη δεύτερη ματιά κατάλαβε ότι και εκείνη είχε νιώσει κάτι. Καθώς περνούσε από δίπλα του, αυτό το βλέμμα, τα μάτια γεμάτα φωτιά, ήταν άκρως αποκαλυπτικά για τη δυναμική που θα προκαλούσε μια οποιαδήποτε είδους συνερευσή τους. Πέρασε από μπροστά του και εκείνος, πιο αποφασιστικά από ποτέ την πήρε από πίσω. Πιο Βίαια, πιο αχόρταγα, πιο βάναυσα απ' όσο είχε πάρει οποιαδήποτε άλλη. Τελείωσαν μαζί και ύστερα με ένα χαμόγελο ικανοποίησης γύρισε ο καθένας σπίτι του. Είπαμε, ένα βλέμμα ήταν, δεν ήταν και για σχέση.

Κουτσό

Image
Ο Σωκράτης ήταν παιδί μικρό, ήταν δεν ήταν 12 χρονών, και  τότε  πήγαινε σε μια από τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού. Ιδιαίτερα καλός μαθητής δεν ήταν, δεν σκάμπαζε και πολλά - πολλά από σχολείο. Και ο ίδιος, άλλωστε, το έλεγε συχνά: "το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν ξέρω τίποτα". Παρόλο που ήταν μικρός, ο Σωκράτης ήταν πολύ κοινωνικός και λόγω του ότι είχε μεγαλώσει σε πολύ μικρή γειτονιά, είχε ένα φίλο, τον κ. Παντελή. Ο κ. Παντελής ήταν πολλά χρόνια μεγαλύτερος του, νεαρός άντρας σοβαρός, σπουδαγμένος, με πτυχίο και μάστερ. Ο Σωκράτης ήξερε πολλά χρόνια τον Νίκο: αλλά επέμενε να τον λέει κύριο, γιατί τα γυαλιά του, το γκρίζο κουστούμι του και ο χαρτοφύλακάς του τον στόλιζαν με μια σοβαρότητα που μόνο ένας κύριος θα μπορούσε να έχει. Ένα πρωί, καθώς ο Σωκράτης πήγαινε σχολείο, είδε τον φίλο του τον κ. Παντελή να κοιτάζει σκεφτικός το οδόστρωμα. Μόλις πλησίασε πιο κοντά για να τον χαιρετήσει, παρατήρησε ότι ο κ. Παντελής κοίταζε εναλλάξ δυο χοντρές άσπρες τελείες που

Εθνική Απειλή

Οι καμπάνες χτύπησαν σημαίνοντας τον εθνικό κίνδυνο. Δυναμικοί ρήτορες, με τα ξυρισμένα κεφάλια τους να αστράφτουν στο φως του ήλιου προειδοποιούσαν τον κόσμο από τα βήματά τους. Ο δήμαρχος έθεσε την πόλη σε κατάσταση "έκτακτης ανάγκης".Ο κρατικός μηχανισμός κινητοποιήθηκε άμεσα. Ο στρατός παρουσιάστηκε με τα άρματά του. Ο λαός συγκεντρώθηκε στην κεντρική πλατεία, αγωνιόντας για την τύχη του. Τα βήματα όλων πάγωσαν μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα. Σύννεφα με χώμα από την Αίγυπτο, που δυσκόλευε αισθητά την αναπνοή των ευαίσθητων ελληνικών πνευμόνων. Δίπλα κάτι μπουλντόζες γνωστής κατασκευαστικής απαλλοτροίωναν νωχελικά ένα ακόμη οικόπεδο.

Φαντασίωση

"Την πηδάω. Την πηδάω. Πηδάω τη Μυρσίνη. Γουστάρεις Μυρσινάκι, γουστάρεις; Όταν σε γούσταρα στο σχολείο εσύ μ' έφτυνες. Τώρα είναι καλά; Τώρα σ' αρέσει; Κάτσε στα τέσσερα μωρή. Κάτσε και σκάσε.  Πηδάω το αφεντικό μου. Το πηδάω. Πάρτα ρε αρχίδι, πάρτα ρε γαμιόλη, πάρτα. Τί θες ρε μαλάκα; Κι άλλες υπερωρίες; Να δουλέψεις εσύ με 400 ευρώ ρε μαλάκα. Να με απολύσεις δεν ήθελες; Πάρτα τώρα. Σε γαμάω. Σε γαμάω. Ρε κωλοεφοριακέ, 400 ευρώ παίρνω, τι θες τώρα; Να μου τα πάρεις και αυτά θες;  Δεν μπορώ να ζήσω ρε μαλάκα. Να τα πάρεις και να τα βάλεις στον κώλο σου. Σε γαμάω και σένα. Σε γαμάω. Σου σκίζω το κωλαράκι. Στο σκίζω. Σε γαμάω. Σε γαμάω. Πάρτα ρε. Εσύ ρε κωλόμπατσε; Τι κοιτάς ρε; Έχεις κάποιο πρόβλημα; Να τις βάλεις στον κώλο σου τις κλήσεις. Άλλη δουλειά δεν είχα, να ακού τις κομπλεξαρισμένες μαλακίες σου. Ναι ρε μαλάκα, ναι ρε αρχίδι, ήπια λίγο παραπάνω, υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Σκύψε και εσύ ρε μαλάκα. Και εσύ στα τέσσερα. Βγάλε το σκασμό. Έρχεται και η σειρά σου. Πάρτα κ

Κοπέλα

Η κοπέλα. Η κοπέλα μου. Η δική μου κοπέλα. Παλιά δεν ήταν. Μετά έγινε. Έγινε γιατί την έριξα. Την κέρδισα. Εγώ την κέρδισα. Εγώ, με την ικανότητά μου. Βγήκαμε ραντεβού. Εγώ της το ζήτησα. Και εκείνη δέχτηκε. Πάντα της ζητάω. Και εκείνη δέχεται. Γιατί ο ρόλος μου είναι να της ζητάω. Και εκείνης να απαντάει. Να δέχεται. Χθες την γάμησα. Εγώ την γάμησα. Εκείνη γαμήθηκε. Της έσκισα το μουνάκι. Το μουνάκι της σκίστηκε. Εγώ την γάμησα. Εγώ γαμάω. Εγώ. Εκείνη απλώς γαμιέται. Όταν κάτι μου βρώμαγε τη ρώτησα στα ίσια: "με ποιον γαμήθηκες μωρή;". Γιατί εκείνη γαμιέται. Εκείνη πάντα γαμιέται. Κάποιος άλλος την γάμησε. Εκείνη απλώς γαμιέται.Μου είπε ότι δεν το έκανε, μου είπε ότι με αγαπάει. Τη ρώτησα αν με κοροϊδεύει. Γιατί εκείνη κοροϊδεύει. Εκείνη πάντα κοροϊδεύει. Εκείνη κοροϊδεύει και εγώ πιάνομαι κορόιδο. Αν έχω πάει με άλλες ενώ είμαστε μαζί; Προφανώς. Μαλάκας είμαι να μην πάω; Έχω πάει. Τις έχω γαμήσει. Τους έχω σκίσει τα μουνάκια. Μαλάκας είμαι να μην πάω; Αφού εκείνη με την πρώ

Σ' ένα μπαρ στην Αθήνα

"Ώρες ώρες νομίζω πως έχω βγει από κάποιο διήγημα του Σαμαράκη", είπε ο Κώστας βαριανασαίνοντας και ήπιε μια τεράστια γουλιά από το ποτό του. "Ξέρεις, η ζωή δεν είναι ταινία", του είπε ο άγνωστος που καθόταν δίπλα του. "Ε;," έκανε ο Κώστας ξαφνιασμένος, μιας και ο μόνος στον οποίο απευθυνόταν η προηγούμενη φράση του ήταν ο εαυτός του. "Τώρα νιώθεις ένα μείγμα χαρακτήρων του Σαμαράκη, ίσως Βίκτωρα του Κυριαζή, κάτι από Χαραλαμπίδη και μια δόση από Trainspotting, έτσι;" "Παρακαλώ;" "Τραγικός ήρωας, απόκληρος της κοινωνίας, πλην όμως ρομαντικός αλήτης που κανείς δεν τον καταλαβαίνει πραγματικά, που και που κάνει και καμιά φούντα, και όλο και κάπου θα πετύχει και καμιά γκόμενα, ε; Και άμα παίξει και κανά ξύλο, έχει καλώς, η αδρεναλίνη θα του θυμίσει πως είναι ζωντανός". "Σε μένα μιλάτε κύριε;", είπε ο Κώστας που είχε κάπως αρχίσει να δυσανασχετεί με την υπεβρολική οικειότητα του ξένου. "Κοίτα γύρω σου

Γάμα τη κι άστην

Αν ο Νίκος είχε ένα μότο στη ζωή του, αυτό ήταν το "γάμα τη κι άστην". Πάντα, όταν βρισκόμασταν για καφέ ή για ποτό, μου έλεγε "γάμα την κι άστην" και όταν ήταν στο τσακίρ κέφι ή είχε διάθεση για περαιτέρω επιχειρηματολόγηση, συμπλήρωνε "Γάμα τη κι άστην. Έτσι είναι ρε μαλάκα, με πουτάνες θα κάθεσαι να μπλέκεις; Αφού όλες είναι καριόλες. Έτσι είναι. Γάμα τες και άστες. Απλά τα πράγματα". Στην προσωπική του ζωή, ο Νίκος ακολουθούσε πιστά τις "διδαχές" του. Όποτε γνώριζε μια κοπέλα, συνήθιζε να βγαίνει μαζί της μέχρι να την πηδήξει. Ήταν γλυκός, τρυφερός, ευγενικός, και μόλις τα κατάφερνε, μην τον είδατε. Εξαφανιζόταν. Ούτε σήκωνε τηλέφωνα, ούτε τίποτα. Τις "γαμούσε και τις άφηνε". Απλά πράγματα. Φαντάζεστε λοιπόν την έκπληξή μου, όταν κάποια μέρα βρήκα έξω από την πόρτα μου μία κάρτα που προσκαλούσε στο γάμο του φίλου μου του Νίκου με κάποια Μαίρη. Η πρώτη μου σκέψη ήταν η καζούρα που θα έτρωγε την επόμενη φορά που θα τον έβλεπα.

Η λίστα με τα ψώνια

Ο κύριος Κ. ξύπνησε νωρίς, όπως συνήθιζε εδώ και πάνω από μία δεκαετία. Έσυρε βαριεστημένα τις σκούρες μπλε παντούφλες του μέχρι το μπάνιο, όπου έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Ύστερα, πήγε μέχρι το παράθυρο το οποίο και άνοιξε για να μπει μέσα το λιγοστό φως που έφτανε μέχρι το σπίτι του, και πότισε προσεκτικά τους καλοδιατηρημένες γλάστρες με βασιλικό που είχε στο περβάζι. Μετά πήγε στην κουζίνα όπου έβρασε νερό για το πρωινό του τσάι. Το μάτι του έπεσε σ' ένα κομμάτι χαρτί που ήταν ακουμπισμένο στο τραπεζάκι με το βάζο. Ο κύριος Κ. το σήκωσε, έβαλε τα γυαλιά πρεσβιοπίας του  και το κοίταξε προσεκτικά. Ήταν η λίστα με τα ψώνια, που ο ίδιος είχε σημειώσει από την προηγούμενη. Μα ναι! Πώς μπορούσε να το ξεχάσει! Εκείνη η μέρα, ήταν η μέρα για τα ψώνια, όπως άλλωστε και κάθε Τετάρτη, εδώ και πάνω από μία δεκαετία. Ο κύριος Κ. διάβασε φωναχτά τη λίστα, για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε ξεχάσει τίποτα. "Μία φραντζόλα ψωμί Τυρί και ζαμπόν για τοστ 1 κιλό ντομάτες 1 πακέτο μακαρ

Φοιτητής

Καλημέρα σας. Η Γραμματεία θα παραμένει ανοιχτή κάθε μέρα, δέκα με μία, εκτός Δευτέρας. Έλα ρε, ο Μάκης είμαι, να σου κλείσω τραπέζι για το πάρτυ μας στον Βέρτη; Ναι ρε, θα είναι και η Μαίρη εκεί. Έρευνες έχουν δείξει ότι το πρόγραμμα σπουδών της σχολής μας είναι το καταλληλότερο για το αντικείμενό σας παγκοσμίως. Γάμα τους αυτούς, δεν τους βλέπεις είναι κολημμένοι σε ξεπερασμένες ιδέες, όλο λόγια λόγια, και από διάβασμα τίποτα. Πρέπει να βρεις δουλειά, δεν βγαίνουμε. Τη γάμησες ρε; Τη γάμησες; Ρε μην είσαι μαλάκας ρε, γάμησέ την. Θα με ψηφίσεις έτσι, τόσα κονέ σου έχω κάνει, μου το χρωστάς. Έλα ρε, μην ανησυχείς, βρίσκεις και μια δουλειά και είσαι κομπλέ. Διάβασε να τελειώνεις, άντε. Συγγνώμη, αυτή την περίοδο δεν ψάχνουμε υπαλλήλους. Τους άκουσες ρε τους μαλάκες τί λένε για τον κ. Μακρή, επειδή αυτή δε διαβάζουν, διαμαρτύρονται που δεν περνάνε. Ναι, προφανώς και το πανεπιστήμιο πρέπει να αλλάξει, οι παρατάξεις το έχουν καταστρέψει. Έλα ρε, ο Μάκης είμαι, για αύριο σε πήρα, στις εκλογ

Η Αρχή

Η Αρχή ήταν αυστηρή, αμείλικτη και απρόσωπη. Απαιτούσε από όλους απόλυτη υποταγή, και οποιοσδήποτε τολμούσε να αντιμιλήσει τιμωρούνταν παραδειγματικά. Ώσπου, μια μέρα, κάποιος έγραψε σ΄ ένα τοίχο "Έρχεται η αρχή του τέλους". Συνελήφθη γρήγορα και η επανάσταση δεν άρχισε ποτέ.  Είχε γίνει όμως, τουλάχιστον, μια κάποια αρχή....

Η Δίκη

Ο Δικαστής έκανε νόημα στο κοινό να ησυχάσει. Η διαδικασία πήρε αρκετή ώρα, μιας και η αίθουσα σχεδόν ξεχείλιζε από τον πολύ κόσμο. Μόλις η φασαρία μειώθηκε σε πιο ανεκτά επίπεδα (γιατί το να εξαφανιστεί ήταν πρακτικά αδύνατο) έκανε νόημα στους φύλακες να φέρουν μέσα τον κατηγορούμενο. Λίγα λεπτά αργότερα, μπήκε μέσα ένας αδύνατος νέος άντρας, αλυσοδεμένος και συνοδευόμενος από τέσσερις πάνοπλους φύλακες. Η έκρηξη του πλήθους ήταν ακαριαία και η αίθουσα άρχισε να σείεται πάλι από το δίκαιο μένος του λαού. Άναρθρες κραυγές, εξευτελιστικές βρισιές, απειλές θανάτου  και υποσχέσεις εκδίκησης εκτοξευόντουσαν από κάθε γωνιά της. Παρά την φαινομενικά αδιάτρητη φύλαξη του δικαστηρίου, πολλοί κατάφεραν να ξεφύγουν από το κλοιό των φυλάκων, και πλησίασαν τον κατηγορούμενο, ενώ αρκετοί από αυτούς κατάφεραν να τον αγγίξουν, σκίζοντάς του τα ρούχα, γρατζουνώντας τον, ακόμη και χτυπώντας τον. Πέρασε πολύ ώρα μέχρι η ισχυρή ομάδα φύλαξης της αίθουσας να καταφέρει να ηρεμίσει τους 15 εξοργισμένου

Δεκαπενταύγουστος στην Αθήνα

Ο ήλιος έδυε και το κατακόκκινο φως του αντακλόνταν στα  παράθυρα των τερατόμορφων πολυκατοικιών του κέντρου χαρίζοντας στην πόλη ένα μοναδικό χρώμα. Ήταν η ώρα εκείνη της αυγουστιάτικης μέρας που η ανυπόφορη ζέστη υποχωρούσε και έδινε τη θέση της σε μια πιο υποφερτή ζέστη. Εκείνος περπατούσε αργά στην άδεια Πανεπιστημίου. Ήταν αυτός, η απέραντη ησυχία της άδειας πόλης, μια ελαφριά μυρωδιά από φτηνά τσιγάρα, κάτι ξεχασμένοι οπαδοί του Ολυμπιακού και μπάτσοι. Πολλοί μπάτσοι. Τοσους μπάτσους και τόση μπάλα είχε να δει από τη χούντα.

Έλα να κάτσουμε στον καναπέ

και να κάνουμε καμιά επανάσταση.

Δράση και αντίδραση

"Δράση μάγκα μου, δράση. Αυτό είναι που μετράει. Δράση. Θες να γαμήσεις; Πρέπει να δράσεις. Δεν θες να γαμηθείς; Το ίδιο. Θες να φας; Δράση. Δεν θες να φαγωθείς; Παρομοίως. Έρευνες έδειξαν ότι ο μέσος άνθρωπος βλέπει 5 ώρες τηλεόραση κάθε μέρα. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό, έχουμε 5 ώρες την ημέρα, επί 7 μέρες την εβδομάδα, 35 ώρες την εβδομάδα. Ένας μήνας έχει 4 βδομάδες, άρα έχουμε 120 ώρες κάθε μήνα τηλεόραση. Αυτό μας κάνει 1440 ώρες τον χρόνο, και αν πούμε ότι αυτός ο άνθρωπος ζήσει 60 χρόνια, έχουμε 86400 ώρες τηλεόραση για κάθε άνθρωπο. Φαντάσου τι θα συνέβαινε εάν αυτός τις ίδιες ώρες δρούσε. Γι' αυτό σου λέω μάγκα μου, δράση",  είπε ο μυστήριος τύπος που καθόταν δίπλα μου στο μπαρ. Ύστερα με μια μεγάλη γουλιά τελείωσε το ποτό του και αφού με χτύπησε φιλικά στην πλάτη, έφυγε. "Μην του δίνεις σημασία... Είναι τρελός, δεν  ξέρει τί λέει" είπε ένας χοντρός που καθόταν λίγο πιο δίπλα και ύστερα ξέσφιξε την γραβάτα του, καθαρίζοντας παράλληλα τον λεκέ από

Κι ένα Haiku

Διψάω σαν ψάρι και ασφυκτιώ, είπε το πουλί πάνω από το κόκκινο ποτάμι. Ξάφνου, όλα γίναν μπλε και η άνοιξη ήρθε στο Μανχάταν.

Η περίεργη αίσθηση της ισότητας

Φεμινιστικές τσόντες. Κάψτε τα σουτιέν σας, αυτά είναι που σας καταπιέζουν και σας υποβαθμίζουν.   Όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες εκτός από την μάνα μου.  Όποιο δάχτυλο και αν κόψεις θα πονέσει το ίδιο, αλλά από την άλλη όλα τα δάχτυλα είναι διαφορετικά.  Ανθρώπινος καπιταλισμός.  Κοίταξε να δεις, η κατάσταση είναι σκατά αλλά αυτό δεν είναι λόγος για να καίμε την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας. Όταν εμείς φτιάχναμε την Ακρόπολη, αυτοί ακόμη σκαρφαλώνανε στα δέντρα ρε. Εγώ δεν είμαι με τη βία, αλλά η κατάσταση με τους μετανάστες έχει ξεφύγει, κάτι πρέπει να γίνει. Δεν έχω πρόβλημα με τους ανθρώπους σου λέω, αλλά ας γυρίσουν στη χώρα τους, τί κάνουν εδώ; Και οι Έλληνες μετανάστευσαν και τα κατάφεραν, αυτοί δηλαδή γιατί δεν μπορούν; Εμπόλεμη ειρήνη.  Η κατάσταση στα Πανεπιστήμια είναι σκατά, δεν έχουμε βιβλία, οι παρατάξεις όμως τα κάνουν όλα ακόμη χειρότερα. Δεν την αντέχω άλλο τη γυναίκα μου, είναι ανυπόφορη, μου γκρινιάζει στο τηλέφωνο κάθε φορά που είμαι μαζί με την γκόμενα. Πω ρε

Γρήγορη Ζωή

Γρήγορα αμάξια. Γρήγορες γυναίκες. Γρήγορο περπάτημα. Γρήγορο φαγητό. Γρήγορες σχέσεις. Γρήγορες ερωτήσεις. Γρήγορες απαντήσεις. Γρήγορες σπουδές. Γρήγορο πτυχίο. Γρήγορη ανεργία. Γρήγορη εξαθλίωση. Γρήγορη αυτοκτονία. Ο τρόπος του να ζεις γρήγορα.

Ηλιοβασίλεμα

Καθόμουν ώρα εκεί, στην άκρη του μεγάλου βράχου που υψωνόταν πάνω από τη θάλασσα. Καθώς καθόμουν και περίμενα, άναψα ένα τσιγάρο. - Αφού δεν καπνίζεις. -Μπορείς να σκάσεις; Άσε με τουλάχιστον να το κάνω όπως θέλω εγώ. Τράβηξα μια βαθιά τζούρα και το βλέμμα μου στράφηκε στον ήλιο που εκείνη την ώρα, έκανε σιγά σιγά τη βουτιά του στη θάλασσα. Κοίταξα την κατακκόνινη πύρινη σφαίρα που εκείνη την ώρα, άγγιζε απαλά τα κύματα και γινόταν ένα με τον απέραντο ωκεανό χαρίζοντας του το βαθύ κόκκινο χρώμα της, αυτό το τόσο μοναδικό της δώρο. Τα δυο πιο ισχυρά της φύσης, συνδύαζαν τέλεια τις δυνάμεις τους για να δημιουργήσουν αυτό το υπέροχο θέαμα, αυτό τον μαγευτικό πίνακα ζωγραφικής που εδώ και αιώνες τόσοι δημιουργοί έχουν αποτύχει να αποτυπώσουν στην εντέλεια. -Ωχου, αρχίσαμε τις μαλακίες πάλι, ε; -Να πας στο διάολο. Άσε με ήσυχο επιτέλους. Τράβηξα μια δεύτερη τζούρα. Η θάλασσα εκείνη την μέρα δεν ήταν ούτε πολύ άγρια, ούτε πολύ ήρεμη: όπως ακριβώς έπρεπε.   Έκλεισα τα μάτια μου. Άκ

Ο Κωστάκης με τη μεγάλη μύτη

O Κωστάκης είχε πολύ μεγάλη μύτη. Για την ακρίβεια ο Κωστάκης είχε την πιο μεγάλη μύτη στην τάξη του. Ίσως και στο σχολείο ολόκληρο.  Η μύτη του Κωστάκη ήταν τόσο μεγάλη, που όλη η τάξη τον κορόιδευε για το μέγεθός της. Ήταν τόσο μεγάλη που το μέγεθός της είχε αποτελέσει κέντρο συζητήσεων, αστείων, κοροϊδίας και καζούρας, σε βαθμό που οι συμμαθητές του Κωστάκη ανάλωναν αρκετή ώρα από τα διαλείμματά τους για να τον κοροϊδεύουν για το μέγεθός της μύτης σου. Παρατσούκλια όπως "ο μυτόγκας"  και ατάκες του τύπου "Κοιτάξτε! Το παιδί με την πιο μεγάλη μύτη στην τάξη" έπεφταν βροχή κάθε φορά που κάποιος έβλεπε τον Κωστάκη στο προαύλιο του σχολείου, ενώ δεν έλειπαν τα σχόλια σχετικά με τις υπερφυσικές ικανότητες που σίγουρα θα έχει μια τόσο μεγάλη μύτη. Ο Κωστάκης δεν τους κρατούσε κακία σε κανέναν  γι' αυτό. Ποτέ δεν διαμαρτυρόταν και μάλιστα πολλές φορές και ο ίδιος γελούσε με τα αστεία που γινόντουσαν για το μέγεθος της μύτης του. Του το 'λεγε συνέχεια και η μ

Μικρές Γειτονιές

"Εγώ μερικές φορές βαριέμαι να με βιάζει ο πατέρας μου, αλλά εκείνος επιμένει", είπε ο Κωστάκης όταν η δασκάλα τους ζήτησε να φτιάξουν μία πρόταση το ρήμα "βαριέμαι". Όλη η τάξη έμεινε με ανοιχτό το στόμα συμπεριλαμβανομένης και της δασκάλας η οποία αρέσκονταν  στο να υμνεί  συχνά - πυκνά την υπέροχη διαπαιδαγώγηση και την οικογένεια του Κωστάκη.  Τα υπόλοιπα έγιναν πολύ γρήγορα. Αστυνομία, δημοσιογράφοι, αρμόδιες υπηρεσίες του δήμου,  υπηρεσίες του δήμου που δεν είχαν καμία αρμοδιότητα, η κυρία Κική που είχε το απέναντι μπακάλικο και κάτι άνθρωποι που είχαν στρίψει κατά λάθος στο στενό βρέθηκαν μέσα σε σε λίγα λεπτά έξω από το σπίτι του Κωστάκη και της οικογένειάς του. Τελικά η παρεξήγηση λύθηκε μετά από λίγη ώρα: απ' ότι φαίνεται, "βιάζω" για τον Κωστάκη σήμαινε "ταΐζω", όπως του είχαν πει οι γονείς του όταν ο Κωστάκης είχε ρωτήσει τη σημασία της συγκεκριμένης λέξης - μιας και είχαν θεωρήσει ότι ήταν πολύ μικρός "για ν

Μπροστά.

Έτρεχε αποφασισμένος, με το βλέμμα του καρφωμένο μπροστά. Μόνο μπροστά. Ούτε πίσω, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά.  Ήξερε πολύ καλά ότι σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να κοιτάς μόνο μπροστά. Ήξερε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν υπάρχει χρόνος για δεύτερες σκέψεις, δεν υπάρχει χρόνος για πισωγυρίσματα. Ήξερε ότι δεν έχεις την πολυτέλεια να κοντοσταθείς και να γυρίσεις πίσω. Δεν μπορείς καν να σταματήσεις, έστω και για λίγα δευτερόλεπτα, και να κοιτάξεις πίσω. Δεν μπορείς να ξανασκεφτείς τίποτα, να αναρωτηθείς τί πήγε στραβά, και τί θα μπορούσες να έχεις κάνει καλύτερα. Δεν γίνεται να κάτσεις και να αναλογιστείς τις δικές σου ευθύνες και ενδεχομένως πώς θα μπορούσες να είχες αποτρέψει αυτή την τροπή της κατάσταση. Όχι, δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω. Έστω και για λίγο. Δεν έπρεπε να κοιτάς καν πίσω. Έτσι έκανε και αυτός τώρα. Προχωρούσε, τρέχοντας και κοιτώντας μπροστά. Γιατί από πίσω του ερχόταν ένας τεράστιος μπλε δεινόσαυρος έτοιμος να τα γαμήσει όλα. 

Ο κύριος Όχι - όχι

Μια φορά και έναν καιρό, κάπου στον πλανήτη Γη, ζούσε ο κύριος Όχι - όχι. Ο κύριος Όχι - όχι ήταν ένας πραγματικά ιδιότροπος άνθρωπος. Ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους που είναι δύστροποι, δεν έχουν φίλους γιατί μισούν βαθιά όλους τους άλλους ανθρώπους, και συνηθίζουν να περνάνε όλη τους την ημέρα στα μεγάλα σκοτεινά και μοναχικά σπίτια τους. Ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους που λένε σε όλα "όχι". Για την ακρίβεια, ο κύριος Όχι - όχι είχε αναπτύξει μια μοναδική τακτική: 'ελεγε σε όλα δύο φορές "όχι", μιας και ήξερε πόσο επίμονοι μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι όταν θέλουν να κάνεις το δικό τους. 'Ετσι ο κύριος Όχι - όχι είχε εξοπλιστεί με εκείνη τη μοναδική τακτική, να λέει όχι και ξανά όχι ακόμη και όταν ο συνομιλητής του επέμενε για κάτι, και με αυτό τον τρόπο κατάφερνε να μην κάνει σε κανέναν καμία χάρη. Κατάφερνε να τον αφήνουν όλοι στην ησυχία του. Άλλωστε το Όχι - όχι δεν ήταν το πραγματικό του όνομα: ήταν το παρατσούκλι που του είχαν βγάλει

Να φεύγει το χέρι

Ο Αλέκος ήταν γκόμενος της Άννας. Άννα εστί φίλη κολλητή, τόσα πολλά χρόνια που έχω χάσει το λογαριασμό. Αλέκος εστί τυπάκι από αυτά τα  που ξέρουν πώς να αρχίζουν, να συνεχίζουν και να σταματήσουν τη συζήτηση σε ποιόν να πούν τί, καθώς και πότε ακριβώς να το πουν. Τυπάκι από αυτά τα τόσα κοινωνικά, που σε κάνει να μην απορείς που εσύ είσαι αντικοινωνικός μιας και καταλαβαίνεις ότι όλη η κοινωνικότητα του κόσμου πρέπει να έχει συγκεντρωθεί σε κάτι τέτοιους τύπους. Με την Άννα και τον Αλέκο κάναμε παρέα κολλητή όλα τα φοιτητικά μας χρόνια, μιας και εκείνη ήταν κολλητή μου και εκείνος γκόμενος της κολλητής μου. Καφέδες, αράγματα, βόλτες, έξοδοι σε μπαρ, έξοδοι σε ταβέρνες, κι άλλες βόλτες, όλες τις δημιουργικές δραστηριότητες των φοιτητών, δηλαδή, τις κάναμε μαζί. Τώρα που το σκέφτομαι δεν υπήρχε λεπτό της φοιτητικής μου ζωής που να μην το μοιράστηκα με την Άννα και τον Αλέκο. Δεν υπήρχε λεπτό που να μην το μοιραζόμασταν, εκτός από τα λίγα ρομαντικά ρεντεζ - βουζ (σικ) που έβγαινα με τ

Οκτώ.

"Πόσο;" "Οκτώ." "Οκτώ; Οκτώ τί; Οκτώ μέρες; Οκτώ μήνες; Οκτώ χρόνια;" "Δεν ξέρω. Όσο χρειαστεί. Όσο χρειαστεί για να σκεφτώ και να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα." "Και δεν ξέρεις πόσο περίπου θα σου πάρει, δεν έχεις ιδέα; Έτσι απλά, οκτώ;" "Δεν ξέρω, αυτά τα πράγματα δεν μπορείς να τα προκαθορίσεις, έτσι δεν είναι;" , του φώναξε και έφυγε κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της. Οκτώ λεπτά αργότερα μπήκε στο σπίτι του, με το ζευγάρι κλειδιά που εκείνος της είχε δώσει.  Τον βρήκε στο σαλόνι, να φιλιέται με κάποια άλλη. "Ήταν πολλά τα οκτώ", της είπε μόλις την είδε, απολογητικά.

Αναζητώντας τους Κροκανθρώπους

Image
Κάθε φορά που άνοιγε το συγκεκριμένο βιβλίο έμενε σε αυτή τη λέξη: "Κροκάνθρωποι". Του έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή η λέξη. "Ποιοί είναι οι Κροκάνθρωποι; Τί διαφορά έχουν από τους ανθρώπους; Και γιατί κάνουν Κρακ και όχι  Κροκ;" ήταν οι απορίες που τριγύριζαν συνέχεια στο μυαλό του μικρού Γιαννάκη. Το βιβλίο 'χε βρει μικρός, ίσα ίσα που 'χε μάθει ανάγνωση δηλαδή. Το 'χε βρει στα πράγματα του αδερφού του, τότε που οι γονείς του άδειαζαν το δωμάτιό του. Είχε πολύ λίγες αναμνήσεις από τον αδερφό του. Είχε φύγει εδώ και καιρό και ο Γιαννάκης δεν είχε ιδέα το πού και το γιατί. Oι γονείς του δεν πολυμιλούσαν γι'αυτό το ζήτημα. Μία από τις λίγες εικόνες που είχε συγκρατήσει από τον αδερφό του, ήταν εκείνος να διαβάζει αυτό το βιβλίο. "Αναζητώντας Κροκανθρώπους". Και πάντοτε, ο Γιαννάκης του έκανε την ίδια ερώτηση:  "Ποιοί είναι οι Κροκάνθρωποι; Τί διαφορά έχουν από τους απλούς ανθρώπους; Και γιατί κάνουν Κρoκ και όχι  Κρακ;". Ο αδε

Προσευχή

Ο Αχμέτ κοίταξε τον ουρανό. Ο ήλιος βρισκόταν λίγο πιο κάτω από την πιο ψηλή του θέση. Ήταν, το δίχως άλλο, η ώρα της δεύτερης προσευχής της ημέρας. Κοίταξε γύρω του για κάποιου είδους χαλάκι, ή έστω μια πετσέτα, ένα κομμάτι σεντονιού, φλοκάτης ή και καμιά κατσιασμένη κουβέρτα, οτιδήποτε πάνω στο οποίο θα μπορούσε να γονατίσει για να προσευχηθεί τέλος πάντων, μα μάταια. Υπήρχαν πάρα πολλά και κάθε λογής σκουπίδια στον σκουπιδότοπο που διέμενε τους τελευταίους 3 μήνες, μα τίποτε εκεί κοντά δεν μπορούσε να το χρησιμέψει για αυτό που το ήθελε. Και ό,τι θα μπορούσε ενδεχομένως να του φανεί χρήσιμο, το χρησιμοποιούσε ως σκέπασμα κάποιος από τους 150 άστεγους και μετανάστες που κοιμόντουσαν εκείνη την ώρα στον χώρο.  Δεν τους αδικούσε. Ο χειμώνας ήταν πολύ τσουχτερός.  "Δε βαριέσαι", είπε από μέσα του ο Αχμέτ. "Εδώ πιστεύουν σε άλλο θεό. Και είμαι τόσο μακριά από την πατρίδα, που ο Αλλάχ δεν θα μπορούσε να με ακούσει. Μα και να  με άκουγε, απ΄ ότι φαίνεται λείπω τό

Σούπερ - Ήρωες

Ο μικρός Κωστάκης ήταν - δεν ήταν τεσσάρων χρονών. Και ως μικρό παιδί, είχε πολλά, πάρα πολλά παιχνίδια. Αλλά το αγαπημένο του ήταν ένα συγκεκριμένο: μια κούκλα Superman. Από τότε που του την είχε κάνει δώρο ο πατέρας του (σε κάποια γενέθλια ή γιορτή του) ο Κωστάκης είχε παρατήσει όλα υπόλοιπα παιχνίδια του και περνούσε την ώρα του αποκλειστικά με αυτή. Ω, πόσο του άρεσε εκείνη η κούκλα Superman!  Του άρεσε να την αρπάζει, να τρέχει γύρω - γύρω σε όλο το σπίτι και να καμώνεται ότι πετάει. Φαντασιωνόταν ότι η κούκλα ήταν ο αληθινός Superman που πετούσε, ότι εκείνος ήταν ο Superman που πετούσε ολόγυρα.  Άλλες φορές έπιανε την κούκλα και έστηνε τα χέρια της και τα πόδια της ώστε να βρίσκεται "σε θέση μάχης". Και σχεδίαζε μάχες ολόκληρες με εχθρούς φανταστικούς. Μάχες σπουδαίες, τεράστιες, με εχθρούς τρομερούς. Και παρά την τεράστια δυσκολία και τα εμπόδια που αντιμετώπιζε κάθε φορά, η κούκλα που ήταν ο Superman, πάντοτε κατάφερνε να νικάει. Πάντοτε εκείνος που κατάφερνε να κ

Λεφτά

δεν υπάρχουν.

Θα 'θελα να βρω κάποια που να μ'αγαπήσει

γι'αυτό που δεν είμαι.

Ακριβά Τσιγάρα

Ήταν γύρω στα μεσάνυχτα. Εκείνη βγήκε ένα ξαφνικά, μέσα από ένα σκοτεινό στενάκι. Με πλησίασε με γρήγορα, κοφτά βήματα. "Σ'αγαπώ" μου φώναξε από απόσταση.  Την κοίταξα καλά καλά από πάνω ως κάτω. Δεν μου θύμιζε κάτι. "Ξέρεις, το σ'αγαπώ είναι πολύ ύπουλο. Κρύβει από πίσω του μια ερώτηση: 'μ'αγαπάς;'" είπα, καθώς άναψα ένα τσιγάρο. "Φτηνά τσιγάρα!" ξαναφώναξε εκείνη χαρούμενη, αναγνωρίζοντας την ταινία από την οποία προερχόταν η ατάκα, και άρχισε να τρέχει προς το στενάκι απ' όπου είχε εμφανιστεί. Για κάποιο περίεργο λόγο ένιωσα την ανάγκη να την ακολουθήσω. Δεν είναι και λίγο το πρώτο πράγμα που να σου λέει μια κοπέλα να είναι "σ'αγαπώ" και να έχει δει και τα Φτηνά Τσιγάρα. Εκτός των άλλων, ήταν και γκομενάρα. Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, έτρεξα ξοπίσω της. Την πέτυχα δυο στενά πιο μετά, και μόλις την πλησίασα με τράβηξε προς το μέρος της και άρχισε να με φιλάει παθιασμένα.  Πριν προλάβω να

Τα του Νίκου μη εν Δήμω

Το τηλέφωνο χτύπησε -με εκείνον τον εκνευριστικά default ήχο που έχουν τα τηλέφωνα των ξενοδοχείων- όπως συνήθιζε να κάνει τις πιο ακατάλληλες στιγμές. Μετά από τρία - τέσσερα "ντρρρρριιιιιιν", ο Nίκος το σήκωσε.  "Ναι;", είπε λαχανιασμένος. "Έλα ρε μαλάκα, τί στον πούτσο έκανες; Ήμουν έτοιμος να το κλείσω" είπε η φωνή στην άλλη γραμμή. Ήταν ο Δήμος. Ο Νίκος γέλασε ελαφρά, μετά από αρκετή προσπάθεια. "Έλα ρε, σορρυ... Να, εδώ, ετοιμαζόμασταν να πάμε για μπάνιο" απάντησε. "Πω ρε μαλάκα...αυτά είναι...Εσείς για μπάνιο και εγώ να πήζω στην σκατόπολη, στο μαγαζί. Δεν έχεις ιδέα  πόσο ζηλεύω που εσείς είστε στο νησί". "Έλα ρε, μην κάνεις έτσι. Κουράγιο. Στην τελική, σκέψου ότι σε λιγότερο από μια βδομάδα και συ μαζί μας θα 'σαι",  είπε ο Νίκος. Φαντάστηκε τον Δήμο να χαμογελάει πλατιά, όπως συνήθιζε.  Πάντα το ζήλευε  αυτό το χαμόγελο. Ειδικά τώρα.   "Αυτό είναι που με κρατάει ακόμη όρθιο. Έπειτα

Ο Ταχυδακτυλουργός

Δυνατό χειροκρότημα κατέκλυσε την αίθουσα καθώς η αυλαία άνοιξε. Ο φανταχτερά ντυμένος ταχυδακτυλουργός πλησίασε προς την άκρη της σκηνής, και έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Ύστερα, σηκώθηκε όρθιος. Το βλέμμα του "έψαξε το κοινό" και παρατήρησε προσεκτικά, έναν  - έναν, τους θεατές του. Τέντωσε το χέρι του και έδειξε κάποιον από αυτούς - μια κοπέλα. Πάντα ήταν μια κοπέλα.  Της έκανε νόημα να ανέβει στη σκηνή. Η επιλογή του έμοιαζε τυχαία, μα δεν ήταν. Ποτέ δεν ήταν. Μόλις εκείνη έφτασε στη σκηνή στο πλάι του, της υπέδειξε προσεκτικά, εξηγώντας σε αυτή και στο κοινό παράλληλα τί έπρεπε να κάνει. Εκείνος θα έμπαινε λέει σε ένα κουτί με δεμένα χέρια, και το κουτί θα ασφαλιζόταν με αποτέλεσμα εκείνος να μην μπορεί καν να κινηθεί.  Ύστερα εκείνη, λέει, θα έπαιρνε ένα πριόνι που βρισκόταν δίπλα από το κουτί και θα έκοβε το κουτί πέρα ως πέρα στο σημείο της καρδιάς. Ο ταχυδακτυλουργός ισχυρίστηκε στο κοινό ότι θα έβγαινε από αυτή τη δοκιμασία ζωντανός. Χωρίς να χάνει

Ο καλός Χριστούλης

Δυο χιλιάδες  χρόνια πριν, σε μια όχι και τόσο μακρινή χώρα της Ανατολής, γεννήθηκε ο καλός Χριστούλης. Η κατάσταση που επικρατούσε σε αυτή την χώρα δεν διέφερε και πάρα πολύ από την κατάσταση στις περισσότερες χώρες του κόσμου σήμερα: Υπήρχε πείνα, φτώχεια και εκμετάλλευση των φτωχών από τους πλούσιους. Οι φτωχοί γονείς του καλού Χριστούλη (σ.σ. τουλάχιστον η μητέρα του, γιατί  μέχρι και σήμερα υπάρχουν αμφιβολίες για την ταυτότητα του πραγματικού του πατέρα) έφτασαν σε μια πόλη εκείνης της όχι και τόσο μακρινής χώρας νύχτα,  μετά από μεγάλο ταξίδι. Ο φερόμενος ως πατέρας του Χριστούλη ήταν μαραγκός, δουλειές τότε δεν είχε (ποιος είχε χρήματα να χτίσει  με ξύλο άλλωστε;), οπότε ούτε λόγος για ξενοδοχεία και τέτοια. Έμειναν λοιπόν σε έναν σταύλο, ενός μικρομεσαίου πανδοχέα, ο οποίος σε μια προσπάθεια να αποτινάξει μερικές από τις τύψεις του για την βολεμένη ζωή που ζούσε, είπε να δώσει για μια φορά στη ζωή του άσυλο σε άπορους. Δεν είχε ιδέα ότι από εκείνη την μέρα και έπειτα α

Μπιλ και Γουίλ

Από τη στιγμή που γεννήθηκε, ο γιος του ήταν η μόνη έγνοια του αγρότη Μπιλ Γουέμπον. Πάντοτε έκανε τα πάντα για να μην του λείπει τίποτα. Φρόντισε δε από μικρό να τον μυήσει στις "χαρές" της αγροτικής ζωής. Έτσι από τα οκτώ του σχεδόν, ο μικρός Γουίλ έμαθε να ταίζει τις κότες, να οργώνει το χωράφι και να πηγαίνει τα γελάδια να βοσκήσουν.  Κάθε μέσημέρι, όταν ο Μπιλ Γουέμπον συναντούσε τον γιο του στα κτήματα τον ρωτούσε "Πώς είσαι Γουίλ;" και εκείνος του απαντούσε "Καλά πατέρα! Τάισα τις κότες, όργωσα το χωράφι, και πήγα τα γελάδια να βοσκήσουν!" τελειώνοντας πάντα την πρότασή του με ένα τεράστιο χαμόγελο. Έτσι περνούσε ο καιρός στο κτήμα του Μπιλ Γουέμπον, και ο γιος του ο Γουίλ, μεγάλωνε και γινόταν ένα γεροδεμένο παλικάρι. Κάθε μέρα που περνούσε, ο Μπιλ πάντα φρόντιζε να ρωτάει το γιο του "Πώς είσαι Γουίλ;" και 'κείνος απαντούσε "Καλά, πατέρα! Τάισα τις κότες, όργωσα το χωράφι, και πήγα τα γελάδια να βοσκήσουν!" τελειώνοντας

Για Εμάς

"Τί σκέφτεσαι;" "Τίποτα". Ο Κ. απογοητεύτηκε από την απάντηση που μόλις είχε πάρει. Περπάτησε λίγο πιό κάτω. "Εσύ τί σκέφτεσαι;", ρώτησε κάποιον άλλο. "Τίποτα". Ακόμη μεγαλύτερη απογοήτευση. Μα είχε πεισμώσει. Δεν θα τα παρατούσε έτσι εύκολα.  Συνάντησε ακόμη έναν περαστικό και επανέλαβε την ερώτησή του. Η απάντηση που πήρε ήταν η αναμενόμενη: "τίποτα". Λίγη ώρα μετά, ο Κ. ένιωθε εξαντλημένος,  απογοητευμένος, έτοιμος να τα παρατήσει. Είχε ρωτήσει τόσο κόσμο και κανείς δεν σκεφτόταν τίποτα! "Τίποτα!" αναφωνούσε μόνος του. Αυτή η λέξη τον εξόργιζε, τώρα περισσότερο από ποτέ. "Τίποτα! Πώς γίνεται να μην σκέφτεται κανείς τίποτα;" Ήταν έτοιμος να πάρει το δρόμο του γυρισμού, όταν τυχαία είδε μια κοπέλα να κάθεται μόνη σ'ένα παγκάκι στην πλατεία. Κάτι πάνω της του τράβηξε την προσοχή, κάτι που ποτέ του δεν κατάλαβε τι  ακριβώς ήταν, να 'ταν τα μαλλιά της, να 'ταν ο τρόπος που καθόταν, να 'ταν τ

Αποχαιρετισμός

Ο ήλιος ανέτειλλε δειλά - δειλά στο αεροδρόμιο. Την απόλυτη σιωπή του πρωινού έσπασε ένα Boeing που προσγειωνόταν. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά. "Θα μου λείψεις" της ψιθύρισε σιγά στο αυτί. Εκείνη χαμογέλασε. Οι μαργαρίτες στα παρτέρια του αεροδρομίου μόλις είχαν αρχίσει να ανοίγουν διάπλατα τα πέταλά τους, προσπαθώντας να απορροφήσουν όσο περισσότερο φως του ήλιου μπορούσαν. Αυτός δάκρυσε. "Πέντε μέρες θα λείψω μόνο" του απάντησε, σκουπίζοντας τα δάκρυά του με τα τα δάκτυλά της. Η χρυσή της βέρα άστραψε το φως. Ύστερα τον φίλησε παθιασμένα και μείναν έτσι, αγκαλιασμένοι, για κάμποση ώρα. Την είδε να απομακρύνεται προς το αεροπλάνο. Λίγο πριν μπει της κούνησε το μαντήλι του. Εκείνη του απάντησε με ένα νεύμα. Το αεροπλάνο απογειώθηκε και εκείνος πληκτρολόγησε έναν αριθμό. "-Ναι, έλα αγάπη μου...Ναι, μόλις έφυγε η καριόλα. Θα έχουμε το σπίτι δικό μας για πέντε ολόκληρες μέρες!  Ναι, και 'γω σ'αγαπώ. Θα τα πούμε το βράδυ." Έστρεψε το πρό

Αισθησιακό

Ο πούτσος σου με χόρτασε, και το μουνί μου, φά' το.

Η ζωή είναι...

"Και πού ξέρεις εσύ τί είναι η ζωή;" Στο άκουσμα αυτής της ερώτησης, σταμάτησα έκπληκτος, μιας και δεν περίμενα ότι κάποιος θα μπορούσε να με ακούσει να μονολογώ, τόσο σιγά που το έκανα. Κοίταξα  γρήγορα δεξιά - αριστερά, για να βρω από πού μπορεί να είχε προέλθει. Το βλέμμα μου σταμάτησε σε έναν ηλικιωμένο κύριο που καθόταν μόνος μέσα σ' ένα καφενείο εκεί κοντά. Απ'ότι φαινόταν, ήταν ο μόνος άνθρωπος στην περιοχή. Έκανα μερικά διστακτικά βήματα προς το καφενείο. "Παρακαλώ;" "Πού ξέρεις εσύ τί είναι η ζωή;" είπε ο ηλικιωμένος κύριος, αποκαλύπτοντας ότι η φωνή που με είχε ρωτήσει το ίδιο πράγμα πριν άνηκε σε αυτόν. Αργά, αργά, πέρασα το κατώφλι του καφενείου. "Συγγνώμη, σε μένα μιλάτε;" ρώτησα. Σε εκείνο το σημείο κοντοστάθηκα και κοίταξα προσεκτικά τον "συνομιλητή" μου. Ήταν ένας αρκετά συνηθισμένος κύριος, λίγο πάνω από εβδομήντα με γυαλιά και καρώ πουκάμισο.Καθόταν σ'ένα μικρό τραπέζι κοντά στην είσοδο του μαγ

Έγκλημα στην οδό Πανεπιστημίου

Η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα και εγώ έβγαινα για τη συνηθισμένη μου, για εκείνον το καιρό, βόλτα (και ό,τι προέκυπτε). Έκλεισα την πόρτα της πολυκατοικίας μου και κοίταξα καχύποτα αριστερά και δεξιά όπως υπέβαλλε η κακή συνήθεια που είχα αποκτήσει από  αμερικάνικες b-movies. Όπως στις αντίστοιχες ταινίες, έτσι και εδώ, δεν είδα απολύτως τίποτα, όμως αυτό προφανώς και δεν σήμαινε ότι ήμουν ασφαλής. Έκανα λίγα βιαστικά βήματα σκυφτός και με τα χέρια στις τσέπες (το οποιοδήποτε βλέμμα πάντα είναι ικανό να προκαλέσει προβλήματα διαφόρων ειδών, από το "κοίταξες τη γκόμενά μου ρε μαλάκα;" μέχρι το "κοίταξες ρε μαλάκα;" σκέτο). Τα περιοδικά καχύποπτα κοιτάγματά μου δεξιά και αριστερά συνέχιζαν να μην μου αποκαλύπτουν τον παραμικρό κίνδυνο, όμως η διαίσθησή μου και η εμπειρία μου από τις ταινίες, με διαβεβαίωναν ότι κάτι υπήρχε εκεί έξω. Κάτι με παρακολουθούσε. Πέντε λεπτά αργότερα, και καθώς είχα ψιλοξεχάσει τον φόβο μου (κακή συνήθεια τόσο στις ταινίες  όσο και