Κάποιο πάρτυ

Ποτά. Μουσική.Πρόσωπα που γνωρίζεις αλλά δε θυμάσαι, πρόσωπα που νομίζεις ότι θυμάσαι αλλά δε γνωρίζεις.
Και συζητήσεις. Χαλαρές συζητήσεις, σοβαρές συζητήσεις, συζητήσεις για τα πάντα και για το τίποτα.
Ελαφρύς χορός πιθανών ζευγαριών.
Χορός που θα κρίνει το πέρασμα μιας νύχτας ή ίσως μιας ολόκληρης ζωής.
Κόσμος να πετριγυρίζει το μπαρ.Το αλκοόλ να περιτρυγυρίζει τις αισθήσεις. Και κάπου ανάμεσα σε αλκοόλ και κόσμο, ο Μάνος.
Με πλησιάζει. Κάπου δέκα χρόνια μεγαλύτερος θεωρητικά, μα ίδιος κι απαράλλακτος πρακτικά. Ένας άνθρωπος που θα τον αναγνώριζα οπουδήποτε.

-Σα να πάχυνες λίγο, ε;  

Πρώτη ατάκα δική μου. Έναρξη συζήτησης με αμφίβολης ποιότητας αστείο. Κλασσική επιλογή που ποτέ δεν αποτυγχάνει να απογοητεύσει. Ο Μάνος ήταν μια ζωή ο πιο αδύνατος της παρέας, σε βαθμό που μια μέρα τον είχαμε πείσει ότι έχει κάποιο ιατρικό πρόβλημα. Ποτέ δεν ήμουν καλός στο να σπάω τον πάγο, ανεξαρτήτως του φύλου του συνομιλητή μου.

Γέλιο Μάνου ως απάντηση. Από το γέλιο του αναβλύζει μια ενέργεια, λες και δεν πέρασε μια μέρα από τις βραδιές που αντέχαμε να αλλάζουμε τα μπαρ σαν τα πουκάμισα. 

-Πώς πάς κουρέλι;
-Ε, τα ίδια...
-Δέκα χρόνια τα ίδια;
-Όλη μας τη ζωή τα ίδια.
-Ρουτίνα, ε;
-Κάπως έτσι.


Και σιωπή.Αμηχανία μετά την ανταλλαγή των πρώτων κουβεντών. Ρούφηγμα ποτού. Όπως συμβαίνει σε όλες τις ξεθωριασμένες ανθρώπινες σχέσεις. Σε όλες τις σχέσεις γενικώς.

-Θα πιεις ακόμη ένα ποτό κουρέλι, ε; Ο Μάνος επιλέγει την λύση που προτείνουν όλοι οι βετεράνοι των πάρτυ όταν η κουβέντα έχει χτυπήσει σε ξέρα και βουλιάζει. Ξαναγέμισμα ποτού.

Πλησιάζουμε το μπαρ. Μαζί μας πλησιάζει. Κάποια άγνωστη. Πολύ όμορφη και πολύ νεότερή μας. Λες και είχε βγει από εκείνες τις νύχτες που αλλάζαμε τα μπαρ σαν τα πουκάμισα. 

-Κάποια ομορφιά, ε; Η έμφαση στο αυτονόητο και η υπόδειξη ωραίων γυναικών ήταν δύο από τις αγαπημένες συνήθειες του Μάνου. 
-Ξέρεις, άκουσα ότι θα περάσει και η Βέρα...
-Αυτό δεν ακουγόταν πάντα σε όλα τα πάρτυ; 
-Είναι αστείο. Μου πήρε τόσα χρόνια για να συνειδητοποιήσω όλη μας τη ζωή περιμένουμε μια Βέρα, αλλά τελικά την περνάμε με κάποια Ελένη.

-Ε, αφού εσείς οι άντρες είστε αδύναμοι, κουρέλι, τί περίμενες; 

Ο Μάνος και εγώ γυρίσαμε σε προσπάθεια εντοπισμού της φωνής που είχε μόλις προστεθεί στην παρέα μας.Η μορφή που αντιστοιχούσε σε αυτή την φωνή ήταν τόσο απρόσμενη όσο και αναμενόμενη.
Η Μαίρη. Φίλη από εκείνες τις νύχτες που, ξέρεις. Σε αντίθεση με τον Μάνο, ο χρόνος την είχε αλλαξει: την είχε κάνει ακόμη ομορφότερη. Το στυλ της παρόλα αυτά, δεν είχε αλλάξει καθόλου: παρέμενε το ίδιο εντυπωσιακό.

Η Μαίρη έβγαλε ένα καπνό και φιλτράκια, από εκείνα που κάπνιζε στα μπαρ που αλλάζαμε, έστριψε ένα τσιγάρο με τις μοναδικά γοητευτικές της κινήσεις, και ζήτησε αναπτήρα από μια παρέα αγοριών εκεί κοντα. Η Μαίρη ήταν από εκείνες τις γυναίκες που έδιναν δύο λόγους για να αρχίσεις το κάπνισμα. Αρχικά για να την γνωρίσεις και ύστερα για να μπορέσεις να την ξεχάσεις.
 Διασκέδασα παρατηρώντας τις αγχωμένες κινήσεις των επίδοξων Ρωμαίων, στην απεγνωσμένη τους προσπάθεια να βρουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αναπτήρα,να κρατήσουν τη φλόγα του αναμμένη για το απαραίτητο χρονικό διάστημα - παρά τις επίμονες αρνήσεις του ίδιου του αντικειμένου- και να εκτοξεύσουν συνηθισμένες ατάκες προκειμένου να ξεκινήσουν την κουβέντα γνωριμίας τους με την εντυπωσιακή άγνωστη.
Η Μαίρη βαρέθηκε γρήγορα και ξαναγύρισε στην παρέα μας. Όπως συνήθιζε να κάνει πάντα,μιας και πάντα βαριόταν γρήγορα. Αλλά πάντα,μα πάντα, διασκέδαζε με την ιδέα που είχαν οι άντρες σχετικά με το πώς εντυπωσιάζεται μια γυναίκα.
Μας πλησίασε με το χαμόγελο του θριαμβευτή, με την βεβαιότητα της απόλυτης επικράτησης ενός αιμοδιψή στρατηγού σε άμαχο πληθυσμό. Μια αντιφατική στιγμή για τα συναισθήματά μου. Από την μία, πάντα χαιρόμουν. Όταν επέστρεφε. Από την άλλη, πάντα εκνευριζόμουν. Με το ύφος της.

-Περίεργο πράγμα, το κυνήγι ε; Καμιά φορά δεν ξέρεις ποιός κυνηγάει και ποιος κυνηγιέται, δε συμφωνείς κουρέλι; παρατήρησε ο Μάνος.
- Όπως και η ζωή. 
-Εσείς οι άντρες είστε αδύναμοι κουρέλια, επανέλαβε την αγαπημένη της φράση η Μαίρη.

Ο Μάνος και εγώ ολοκληρώσαμε σιωπηλοί το ποτό μας και ύστερα ο Μάνος προσφέρθηκε να ξαναγεμίσει τα ποτήρια μας με το πανάρχαιο υγρό καύσιμο των πάρτυ. Τη διαχρονική μας ρουτίνα διέκοψε και πάλι η Μαίρη.

-Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν όντως γνώρισες ποτέ τη Βέρα. Ή όλα αυτά είναι ένα αποκύημα της φαντασίας σου για να αισθάνεσαι καλύτερα με τον θλιβερό εαυτό σου. 
-Ανάλογα την περίσταση. Άλλες φορές ναι, άλλες φορές όχι, απάντησα.
-Τόσο μεθυσμένος ήσουν πια εκείνα τα χρόνια κουρέλι;
-Μεθυσμένος όχι, αλλά σίγουρα διαφορετικός.
-Και ποιά η διαφορά των δύο ε, κουρέλι; αντέτεινε ο Μάνος.

Δεν απάντησα, παρά μόνο έβγαλα ένα πνιχτό γελάκι, περισσότερο  χάρην ευγένειας, και όχι τόσο λόγω της ευστοχίας των παρατηρήσεων του Μάνου.

-Και πώς ήταν τέλος πάντων αυτή η Βέρα; Κάποια ομορφιά, ε; 
-Κάποιες φορές είχε καστανά μαλλιά, κάποιες μαύρα, κάποιες κόκκινα. 
-Άλλες φαλακρή;, έδωσε τον εύθυμο της τόνο στην κουβέντα η Μαίρη.
-Κάποιο μεθύσι εκείνα τα χρόνια κουρέλι ε; 
-Ή κάποια διαφορετικότητα.

Η κουβέντα διεκόπη για χάρη μιας ιδιαιτέρως εκθαμβωτικής και ιδιαιτέρως μικρότερης κοπέλας που πέρασε από μπροστά μας. Η διακριτικότητα δεν ήταν από τα δυνατά χαρτιά του Μάνου.

-Πιό όμορφη;, συνέχισε τη συζήτηση ο Μάνος μετά από μια μεγάλη παύση, δείχνοντας και κάνοντας τα δύο αντικείμενα της σύγκρισης προφανή.
-Άλλες φορές, ναι. Άλλες φορές, όχι.
-Καί, τέλος πάντων, θα την δούμε σήμερα κουρέλι;

-Ποιός ξέρει;
-Και ποιός ήξερε ποτέ, κουρέλι, ε;  


Σε εκείνο το σημείο περίμενα την αγαπημένη ατάκα της Μαίρης ώστε μία ακόμη ανερμάτιστη στιχομυθία να φτάσει στο τέλος της, αλλά εκείνη δεν ήρθε ποτέ.

Η Μαίρη είχε απομακρυνθεί από την παρέα για να αφοσιωθεί σε μία ακόμη παρέα νεαρών επίδοξων καζανόβων, προκειμένου να τους βαρεθεί και να επιστρέψει σε μας. Ο Μάνος συνέχισε να θαυμάζει με εντελώς αδιάκριτο τρόπο τις αιθέριες υπάρξεις που τον περιέβαλλαν. Εγώ συνέχισα να πίνω το ποτό μου και να το ξαναγεμίζω στο μπαρ. Οι αδιάφορες συζητήσεις, οι αδιάφορες προσεγγίσεις, τα συνηθισμένα φλερτ, και οι  βαρετοί χοροί, συνεχίστηκαν μαζί με τις εικασίες για την εμφάνιση, την προσωπικότητα και την ώρα άφιξης της Βέρας.
Τα χρόνια πέρασαν.
Μέχρι που η Βέρα ήρθε.
Ή, ίσως και να μην ήρθε ποτέ.

Ίσως, λέω ίσως, Βέρα, να ήταν απλώς το όνομα μιας ηλικίας, που χάθηκε για πάντα. 



Comments

Post a Comment